21.11.12

"ήθελα λόγια τώρα θέλω χείλη" Αντιόπη Αθανασιάδου



ΤΟΠΟΣ (ΠΡΟΠΑΡΟΞΎΤΟΝΟΣ)

ο ουρανός φωλιάζει σε πολυκατοικίες
ο Απρίλης με όνειρα εισαγγελέα
ανασκαλεύει κόκαλα αντί για ρίζες
κρεματόρια υψώνει η δημοτική αρχή
οι ψυχές δημεύτηκαν απανθρακώθηκαν
καλά τις έκαναν
ήταν σκέτη κοκαϊνη
στην πόλη αυτή γυρνώ
μια γάτα μια πουλί
μα πιο πολύ γκρεμός
μυρίζω θειάφι ψάχνω για δαυλό
δεν καίγομαι για δέντρα που έγιναν φελλοί
μα που αντί για χέρι μου δίνουν ένα ψόφιο βάτραχο
γλώσσες στυπόχαρτα ψεύτικες οδοντοστοιχίες
την πόλη αυτή κόλαση θα την κάνω
κι η κόλαση θα 'ναι ωραίο μέρος μπρος στην πόλη αυτή




FLANERIE

εδώ οι κηδείες γίνοται νύχτα
στα ερημωμένα νεκροταφεία
καντήλια ανάβει το απόσπερο
ο θάνατος μας γέρασε
σε μπιούτι πάρλορ
όπου να 'ναι θα πεθάνει.
δε μας ανήκει.

είχα ένα άγριο ζώο
εμπορεύτηκε
στήνει το αρχαϊκό του
μαγαζάκι παντού
ο ίλιγγός μου φοράει ξένα δέρματα
γράφεται με πολλά ξι
πόσο έχω νοσταλγήσει έναν άνθρωπο γυμνό
θείο δείπνο αντίδωρο κορμιού
στιγμή που ανθίζει
το ασύγκριτο δέρμα ενός βρέφους

σε γραφεία ειρωνικά μαυσωλεία
μιας τέχνης αινιγματικού υπομειδιάματος
σε τοπία υψηλά
όπου αρχαία πουλιά έγραφαν ποιήματα
νομικοί συντάσσουν τη μητέρα εταιρία
έντυπος τάφος ταρίχευσε το ψοφίμι
η σήψη έστω
δήλωνε κάτι που ζει

είχατε ποτέ την επιθυμία να πονέσετε;
θέλω να δω λίγο αίμα
στο χαρτί στο σεντόνι στο χιόνι
θέλω μια γλώσσα βαθιά στο στόμα
να μεταγγίζει λέξεις
να μη βγαίνει το φεγγάρι
ένας λύκος να με προλάβει
να μη γυρίσω το κεφάλι
να ξυπνήσω χλόη
ξεκουκιασμένος μεταξοσκώληκας




ΑΛΦΑΒΗΤΟ ΣΤΕΡΗΤΙΚΟ

μιλάει μισοσκόταδο
γεννάει σιωπές
το λάλον ύδωρ
μια κουταλιά 160 χαρακτήρων
ολοκαύτωμα φωνηέντων
deadbird cage, atro-city
σκοτώνω αυτές τις λέξεις-κατσαρίδες
μα αυτές μεταμορφώνονται
σε αλγόρυθμους ανάπτυξης
ρυθμούς που δεν πονούν
σε γκρίζες οθόνες
μετανεωτερικοί μονομάχοι
με δέρμα από πίξελ
χύνουν αίμα από ρεύμα
μια γενιά ιδιοφυϊες οκτώ ετών
δολοφονούν τα παραμύθια

η εποχή μηρυκάζει τον εμετό της
ζητάει μιαν Αντιγόνη αστροναύτισσα
να τη θάψει και να μας σώσει




ΑΚΡΟΚΕΡΑΜΟ

τι πλάσμα παράξενο
έχω γίνει
μάτι γουρλωτό
σώμα γαλοπούλας
κόμμωση κόρης αττικής
σκουλαρίκια,
αυτιά δεν έχω

ήμουν το αίνιγμα του κόσμου
η σιωπή μου τσάκιζε κόκαλα
τώρα στην άκρη μιας υδρορροής
μέσ' απ' το στόμα μου
στην πιο φτηνή μορφή του
κυλάει ο χρόνος

υπάρχω αιώνες
μα έχω γίνει ένα αστείο
για ανιστόρητους
κλείνω τα μάτια γυρνώ την πλάτη
τα ξόρκια μου χίλια κομμάτια
κι αυτή η βροχή
η αρχαία μου φίλη θα με σβήσει
το νόημά μου χάθηκε
κανούργιοι μύθοι υφαίνονται
στη στέγη
βλέπω τη γυναίκα-γάτα

η γιγάντια νυχτερίδα
σπρώχνει την Καρυάτιδα
και μένα κάποια νύκτα
θα με ρίξει μια μετα-δράκαινα
από τα κεραμίδια




ΟΙ ΕΠΕΡΧΟΜΕΝΟΙ

Τα πρόσωπά τους
αυγά στρουθοκάμηλου
τα μάτια τους φτυάρια
το στόμα τους
μπαράκι της Μυκόνου
δεν ξέρουν τους Δελφούς
έχουν ένα ταξίμι σκυλάδικο
για κεφάλι
εαυτούς δεν γνωρίζουν
όταν ήμουν σαν αυτούς
ξάπλωνα
λευκά μετατάρσια
νεφρά μεταλλόφωνα
σπονδύλους αυλούς
τριαντάφυλλα πάνθηρες
Ερωτούσα
ήλπιζα σιγή για απάντηση
το βράδυ
με χέρια αναμμένα
στραγγάλιζα γράμματα
λέξεις στην αγχόνη
προστακτικές αυτόχειρες
έσωζα μερικές
τις φιλούσα τις έβαζα
σε κούνιες να μεγαλώσουν
τις θωρούσα ξανά και ξανά
σα μια γλάστρα με ανθό
τώρα τριαντάφυλλο τώρα ιβίσκο




Αντιόπη Αθανασιάδου, "Τέττιξ ο ψιθυριστής", εκδ. Γαβριηλίδης, 2012




































14.11.12

"Θ' αρχίσω τώρα να στέλνω εγώ Από μια νύχτα πουλιά" Ελένη Βακαλό





Οι εποχές που αλλάζουν συνήθειες

Επηρεάζουν στο δέρμα
Κι όταν κλείσεις τα μάτια σου πιο πολύ το αισθάνεσαι
Πως θ' αλλάξεις τοπίο
Αφού πρώτα οι κινήσεις αδιόρατες στο φλοιό από μέσα αρχίζουν
Είναι όπως αν βρίσκεσαι δίπλα σε θάλασσα
Και ακόμη η καμπύλη του δρόμου την κρύβει
Κατεβαίνοντας
Ο αέρας νωρίτερα τη θαλάσσια αρμύρα σου φέρνει
Και τα είδη της θάλασσας και τα σχήματα
Ο αέρας που έρχεται
Στην αφή μας πιο πριν τ' ακουμπάει
Πάλι όμως αιφνίδια σου φαίνονται
Κατεβαίνοντας στ' ακρογιάλι
Έτσι γίνεται και σε μένα όταν δω
Τα φυτά που απότομα ανοίγουνε απ' τη μια μέρα στην άλλη

Πιθανόν να περιέχει η αίσθηση
Σ' εποχές που ακάλυπτες μένουνε
Και το σχήμα
Των νεκρών μας σωμάτων





Από τη συλλογή Ο τρόπος να κινδυνεύομε

Ο τόπος όλος κοντά του που δεν το έπινε το νερό ήταν σπαρμένος
με κάλυκες λάσπης, μικρές τρύπες της γης, με χώμα λεπτότερο
γύρω στα χείλη. Κι οι έτοιμοι των ανοίξεων νεκροί την
τρυφερότητά τους την περιβάλλονται έτσι.

Το ίδιο αν δεν ήταν που έφερνε τον καιρό, φυσούσε ασάλευτο, το
δέντρο ήταν σχεδία. Σε σύννεφα και τσαμπιά του καιρού του
κακού που μαζεύονταν το περιέπλεα, τότε επιβιβαζόμουν τα
μελανά του πουλιά

Σε όλο το χώρο μου έρχονταν τόσο πολλά. Κι η κυριαρχία των
νέων δεχόταν απότομα, γρήγορα να περνά τη σκιά τους αφού
είχαν μακρύνει προτύτερα αυτά, τα ηλιόλουστα στο τοπίο
της πτήσης και στο σώμα του σκοτεινά

Σ' αυτό το δέντρο που χρόνια καθόμουν τον ήχο του ν' ανεβαίνει
τον άκουγα, τον περίμενα ν' ακουστεί

Όσα γινήκαν φωνές και τ' άλλα σιωπή
Θυμηθείτε το αυτό όταν με διέτρεχε η σκιά

Εγώ δεν είχα ποτέ μου πολλές άλλες φωνές.

Γιατί στην άβυσσο μέσα υπάρχω όπως υπάρχει στο ποίημά μου
πάντα κρυμένος, όχι μια λέξη, παρά ένας λυγμός.




Γενεαλόγία

Η γιαγιά μου ήταν ένα κοριτσάκι γριά



Το καπέλο της γιαγιάς μου

Την ρώτησα πώς είχε ερωτευτεί για πρώτη πρώτη φορά,

Φορούσα ένα καπέλο
Στο γύρο του λουλούδια
Και πάνω στην κορφή του ένα πουλί
Απ' το πουλί κρεμόντανε άλλο κλαδί
Και στο κλαδί λουλούδια
Στην άκρη του φωλιά
Καθόνταν στο λαιμό μου
Κι είχε πουλιά και κει

Πετούσαν τα πουλιά



Η άλλη η γιαγιά η μεγάλη που ήταν απ' το νησί
Είχε πέντε παιδιά αγόρια
Κάθε χρονιά που γύριζαν τα καράβια κι ένα παιδί

Λένε πως είχε ορκιστεί για να ζήσουνε όλα να χάσει όποιο θα ήταν
στερνό
Ξέρω πως γίναν οι άλλοι ογδόντα χρονώ
Κι αυτή η παλιά γιαγιά μου κράτησε το ταγμένο σαν πέθανε
αγκαλιά
Πως δεν το έκλαψε είπαν, μα δεν ξανακατέβηκε για τα καράβια πια

Μονάχα μια φορά, κι ήταν που αποχαιρέτησε ένα της γιο
Κι αυτός ήτανε ο πατέρας μου
Μικρότερος πριν από το νεκρό

Κι η γιαγιά μου ακόμη έχω να πω, στο τραπέζι κάθισε
εκείνη τη μέρα και δε μίλησε για κείνο που το ήξερε πεθαμένο
ως να τελειώσουν το φαγητό




Ο παππούς που δεν έλεγε να πεθάνει
Κι η τραγουδίστρια,

Ο παππούς κοιμόντανε μ' ανοιχτό το στόμα
Κι η τραγουδίστρια ένα πουλί
Στου παππού το στόμα
Που ήταν σαν πηγάδι
Όλο ένα σκοτάδι
Είχε κι ένα ράμφος
Κίτρινο μεγάλο
Πόσο θα μακραίνει
Όσο να πεθάνει;
Να ήταν κουκουβάγια;
Εκείνη τραγουδούσε
Ήταν τραγουδίστρια
Είχε κι έναν κήπο
Τι κλουβιά γεμάτον
Μήπως ξέρεις ποια είναι;
Θα έχει αλλάξει δρόμο



Ευχή στην κοπέλα

Αγκαλιασμένη στον ύπνο να είναι

Έλεγα,

Το φεγγάρι ανεβαίνει τη νύχτα
Μα πίσω απ' τα βλέφαρα πιο σκοτεινή
Ανεβαίνει ακόμη μια νύχτα




Πως έγινε ένας κακός άνθρωπος

Θα σας πω πώς έγινε
Έτσι είναι η σειρά

Ένας μικρός καλός άνθρωπος αντάμωσε στο δρόμο του έναν χτυπημένο
Τόσο δα μακριά από κείνον ήτανε πεσμένος και λυπήθηκε

Τόσο πολύ λυπήθηκε
Που ύστερα φοβήθηκε

Πριν κοντά του να πλησιάσει για να σκύψει να τον πιάσει,
σκέφτηκε καλύτερα

Τι τα θες τι τα γυρεύεις

Κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους εδώ γύρω, να
ψυχοπονέσει τον καημένο.

Και καλύτερα να πούμε
Ούτε πως τον έχω δει

Και επειδή φοβήθηκε
Έτσι συλλογίστηκε

Τάχα δεν θα είναι φταίχτης, ποιόν χτυπούν χωρίς να φταίξει;
Και καλά του κάνουνε αφού ήθελε να παίξει με τους άρχοντες

Άρχισε λοιπόν και κείνος
Από πάνω να χτυπά

Αρχή του παραμυθιού καλημέρα σας




Η αλληγορία που σηκώθηκαν τα πόδια και χτυπάνε το κεφάλι

Για την κυρά Ροδαλίνα γράφω

Η κυρά Ροδαλίνα η τρελή
Που γυρίζει εδώ κι εκεί
Τι προσέχει

Το μεγάλο δάχτυλό της
Τη δαγκάνα του ποδιού της

Πέντε έχει δαχτυλάκια
Τέσσερα του λουλουδιού
Και το άλλο του σκορπιού
Και της κάμπιας όταν ψάχνει
Το μεγάλο

Το ζώο-δάχτυλο το ονομάζει

Έχει κρέας έχει νύχι
Και περίεργο που είναι
Σα να έχει και κεφάλι
Χωριστό απ' το δικό μου

Διασκεδάζω




Η ασπροντυμένη

Μορφή μαρμάρινη
Κτήμα θανάτου
Μέσα στην κρύπτη
Σηκώνει όνειρο
Το ίδιο κορμί της
Και μόνη βλέπει
Τον εαυτό της
Σε νέο σύμπλεγμα
Με τον καλό της.
Κι ανάσα πάλι
Να το ξυπνάει

Κι εκεί αφησμένη
Και ξαπλωμένη
Λίγο πιο πέρα
Σε άλλη σφαίρα
Πάλι το βλέπει
Να ανεβαίνει
Το ίδιο σύμπλεγμα
Του έρωτά της.
Χτύπος ακούγεται
Στα σωθικά της

Τα βλέφαρά της
Τώρα τ' ανοίγει
Πνοή και στέκεται
Λίγο ακόμη
Στη μέρα εκείνη
Το όνειρό της.

Έτσι θα φτάσει
Με πόθο αγάπης
Στην πάνω πλάση
Η Ροδαλίνα

Χορτάρι πάτησε
Το ελαφρό πόδι









Ο τρόπος να κινδυνεύομε είναι
ο τρόπος μας σαν ποιητές




Ελένη Βακαλό, "Το άλλο του πράγματος, Ποίηση 1954-1994", εκδ. Νεφέλη 1995


































31.10.12

"είμαι μια μουσική, ατελής και ζωντανή• γράφω την ιστορία του γλύπτη. να μην παγώσει μες στο χρόνο." Ευτυχία Παναγιώτου



η Μαρκ Ρόθκο βάφει έναν πίνακα μπλε


χάραξα σ' ένα φύλλο "αγαπώ"
γυμνή πάντα, μια μοναχή η λέξη
"τώρα θα ζήσω", είπα
με μέλλον εύθραυστο, επίφοβο
"μαμά", ψέλλισα, "είσαι στ' αλήθεια εσύ;"
πορτρέτο ο πόθος στο προσκέφαλο
με στόμα σκύλας έσκουζα στην άδεια κλινική
σπαταλημένα τα φωνήεντα, ηχώ της οχληρή
είπα τις σκιές, είπα τους ανθρώπους - φοβάμαι.
τίμιο, τρομακτικό· μα μια παραδοχή
πλασμένη από πατέρα είμαι, από γιατρό και από ψάλτη.

κούκλα γενναία, βαστάει κάποιον ανδρισμό.
το χέρι που την περιτύλιγε, το χέρι που την έπνιγε
είχα κάτι αλλόκοτο, δέρμα πλαστικό.
ο ουρανός λοιπόν·
ο ουρανός είναι μαβής, κι εγώ τον μελετώ.
μέσα της κλαίει σαβανωμένο ένα μωρό μικρό

τούτο ήταν το πρόσωπο,
τούτα ήταν τα στήθια και τούτη η κοιλιά.
τοτέμ τοτέμ τοτεμισμός
χρυσό το σώμα βάφω, μες στα κόκαλά του κολυμπώ.
της αγάπης τα χρώματα τρίζουν
ένας κλόουν δεν ανήκει εδώ
πετάει τις ζωγραφιές μου μες στον πιτσιλισμένο του ωκεανό.

όλες του κόσμου οι αγιογραφίες
και του ανθρώπου όλες οι ευεργεσίες,
φύλλα που ταξιδεύουν στον μπλε ουρανό

κι εγώ να χασκογελώ.




Ευτυχία Παναγιώτου, "Μαύρη Μωραλίνα", Κέδρος, 2010.









































6.10.12

Xαριτίνη Ξύδη - Νοσταλγικό


Στην πραγματικότητα είχα μαντέψει
τη ζωή σου πολύ πριν την καταθέσεις.
Σχεδόν πριν σε συναντήσω.
Ήξερα τι έκανες παιδί,
πόσο φωτίζονταν το πρόσωπό σου
όταν μέτραγες τ’ αστέρια στις σκεπές.
Πώς επέμεναν τ’ αγκάθια κρυμμένα στο
σκοτάδι της πληγής και στο φέγγος της.
Ήξερα τι σ’ έκανε να τρέχεις στο λεμονοδάσος
και να γελάς βυθισμένος
στο χρυσό σωρό του σταριού.
Τι σ’ έκανε ανεπανόρθωτα να κλαις.
Ήξερα τις Δευτέρες… η πίστη σου χώραγε
σ’ ένα παλιό φθαρμένο πουκάμισο.
Γινόσουν τόσο κοντινός…σαν τον παλμό του τσιγάρου μου.
Και τα Σάββατα μακρινά από τη στάχτη
μια άλλη ακτή μια άλλη απόσταση
απ’ ό,τι μίσησες και σ’ αγάπησε.




Σε φέρνω μπροστά στα μάτια και σε κοιτάζω.
Χωρίς εξομολογήσεις. Χωρίς παρηγοριές.
Και σ’ εγκαταλείπω σ’ ένα μερίδιο αρχαίας φτώχειας
όπως νόθο παιδί και όπως τον ξένο.




Και τώρα ξέρω. Θες να ‘ρθεις να με κρατήσεις
από το χέρι και σιγανά να βαδίσουμε έξω από
το πελώριο ευνουχισμένο σύμπαν.




πηγή















4.10.12

Τόλης Νικηφόρου- για πάντα


ένα ανοιξιάτικο λουλούδι
μέσα από τη σχισμή του βράχου
μία παρήγορη
μια συγκινητική ψευδαίσθηση
πάνω απ’ την άβυσσο

το ξέπνοο θήραμα
όταν για λίγο
αναζητά τη θαλπωρή
σε καταφύγιο μυστικό

όταν σ’ ένα κρυστάλλινο ποτήρι
χωράει η θάλασσα
στα μάτια σου ο ουρανός
και στην καρδιά το πεπρωμένο

όταν τον θάνατο η αγάπη
σε επιτύμβια στήλη υπερβαίνει

χαμογελάνε μελαγχολικά οι θεοί
μες στην ομίχλη
σαν να ζητάνε εκείνοι
τη δική μας επιείκεια



δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Ευθύνη, τεύχ. 13, Σεπτ. - Οκτ. 2012
στο Αφιέρωμα για τη Λογοτεχνία της θεσσαλονίκης 













































3.10.12

Tζούλια Φορτούνη - μωβ στιγμές



Θα γράφω τις νύχτες

θα γράφω τις νύχτες
δίχως μελάνι
μες στις κραυγές αυτού του κόσμου
όταν στο δάσος
θ΄ απλώνεται πηχτό σκοτάδι

θα γράφω τις νύχτες
σ΄ ένα ξέφωτο
κοντά σε μια πηγή
που θ’ αναβλύζει δροσερό νερό

και θα μαζεύονται κοντά μου
όλες οι λέξεις
όλα τ΄ αγρίμια
να πιουν να ξεδιψάσουν

εκεί αν θες
μπορείς να με συναντήσεις
με τις αιχμές του γέλιου σου
ν΄ αγγίξεις τους μικρούς ελέφαντες
την ώρα που σκύβουν
στην παλάμη μου

να τους εξημερώσεις

θα γράφω τις νύχτες
για ένα δειλινό  στη Ζιμπάμπουε
πάνω από την κρεμαστή γέφυρα
και τις χρωματιστές ομπρέλες

γύρω μου χιλιάδες
ουράνια τόξα θα εκλιπαρούν
την αιωνιότητα



Αν

Θα μπορούσα να σ΄ είχα αγαπήσει πολύ
Αν δεν είχες  μέσα στο στομάχι σου
Μασημένα φτερά από πουλιά

Αν δεν τριγυρνούσες τα βράδια
Κρυφά με σφενδόνα
Αν δεν σκότωνες όλα τα νεαρά ορτύκια
Αν δεν έστηνες ξόβεργες στις πέρδικες
Ίσως και να σ΄ αγαπούσα πολύ
Αν έτρωγες μόνο ρίζες και τρυφερούς βλαστούς
Αν με αίμα δεν έπνιγες την μικρή καρδερίνα
Που σου κελαηδούσε κάθε πρωί
Μέσα στο κλουβί

Αν κυνηγός δεν ήσουν
Με την κάννη στραμμένη στο κούτελο
Της πιο γλυκιάς μου αυταπάτης



Κλίμα τροπικό

Ακίνητη εγώ
Εσύ χαράζεις κύκλους
Με σκαλιστό μπαστούνι
Γύρω μου
Σε οροπέδιο πρέπει να βρισκόμαστε
Αφού ο ορίζοντας ξαφνικά βυθίζεται

Ιαχές πολέμου
Ανάσες γέννας
Τεράστια η μαγκνόλια
Όλα υπερμεγέθη
Υπερφυσικά
Σε τούτη τη γη

Εγώ ακίνητη πάντα
Στο κέντρο των κύκλων σου
Καταπίνω τον ορίζοντα
Γεννάω μικρές χρυσαλλίδες
Ο μάγος της φυλής μου
Εσύ με ξόρκια μυστικά
Επωάζεις τα κουκούλια

Πέφτω σε λήθαργο
Ξυπνάω μεταξωτή  

Τριγύρω μισές πεταλούδες
Συνουσιάζονται
Γίνονται ολόκληρες
Υγρή η βραδιά ερωτική
Κλίμα απολύτως τροπικό




Στιγμή

καμιά στιγμή
δεν είναι κανενός

κι ας διαλέγουμε με έκσταση
το χρώμα και το φόντο

κανείς δεν ορίζει
τη διάρκεια
και την ένταση

κανένα μοιρογνωμόνιο δε μετράει
τη γωνία πρόσπτωσής της
στο χρόνο

τη διάμετρο της αλήθειας της
αν κύκλος είναι

κι αν είναι ευθεία
γονάτισε μπροστά της
με δέος
στο άπειρό της



In Vitro

Από εδώ και πέρα
Θα ζω μέσα στην ένδεια των πραγμάτων
Στις μικρές λεπτομέρειες
Στην ενδοχώρα της αλήθειας
Αυτής που δεν αντέχουν τα επίγεια

Σε ΚΣ δοκιμαστικού σωλήνα
Σαν σε πείραμα μοριακής αντίδρασης
Εξάτμιση στερεών αναμνήσεων
Ρολόι λιωμένο σε πίνακα του Νταλί
Κυδώνι που μαραγκιάζει σε θρακιώτικο

In vitro  θα ζήσω
Από εδώ και πέρα




Οι φίλοι μου

…όλοι έγιναν παγόνια
με πολύχρωμα φτερά
φωνές μεταλλικές
συχνάζουν τώρα σ' ένα τεράστιο σπίτι
δίχως πόρτες και παράθυρα
χαμόγελα ανταλλάσσουν
καλάθια με φρούτα εποχής

παίζουν κρυφτό πίσω από τοίχους
κανείς δεν τα φυλάει
κανείς δεν φαίνεται

κανείς δεν χάνει

κάποια ρωγμή στον τοίχο όμως
τους φανερώνει πού και πού
φανερώνει πούπουλα και φτερά σπασμένα

οι φίλοι μου είναι πουλιά βιαστικά  
όταν αποδημούν
έρημη απομένει  η φωλιά τους
μια αγκαλιά ξερόκλαδα στα χέρια μου
τα αυγά τους και η μνήμη τους





Εκτός εποχής

φόρεσα βιαστικά το παλτό
πάνω από τη νυχτικιά
και κατέβηκα από τις σκάλες
στην είσοδο της πολυκατοικίας
με περίμενε ο ταχυδρόμος
έλα μαζί μου είπε
συστημένο από το χτες

ο φάκελος είχε πάνω έναν μικρό σκιέρ
τον ακολούθησα και γλίστρησα στο μέλλον
σε είδα να κάθεσαι στον παγωμένο θρόνο σου
να με καλείς για απολογία

μα ήμουν δακρυσμένη κι  αχτένιστη
και επιπλέον το κόκκινο παλτό μου
ήταν ήδη εκτός εποχής





Μωβ στιγμές

2.10.12

Αλέξης Αντωνόπουλος, "Αλίκη"





Για να ξυπνήσει η Αλίκη


έπρεπε πρώτα να καταλάβει.

Πως όλοι οι εχθροί της

οι επικριτές της

δεν ήταν παρά τραπουλόχαρτα.






























28.9.12

"...σαστισμένη θα κοιτάζω πότε τον έναν και πότε τον άλλο, εισπνέοντας ράθυμα τα πτητικά μόρια της αγάπης που μου αναλογεί απ’ το μερίδιο των αγγέλων." - Άννα Νιαράκη


Hangover

Η τρέλα μου
μολύβι ασφαλισμένο
στη ζεστή θαλάμη
της νύχτας.

Θα εκπυρσοκροτήσει μόνη της
η μπερέτα των ματιών μου
γεμίζοντας τον ουρανό
πλειάδες.

Φέγγω από μέσα
αιμορραγώ απέξω.
Είμαι εντάξει.

Η θλίψη ανταπέδωσε
το κάλεσμα
κερνώντας με πρωινές
ημικρανίες και ποιήματα.

Φτύνω τους στίχους
μα η γεύση απ΄ το ποίημα
παραμένει.




Η άλλη πλευρά

Είμαι. Το βουητό του αέρα που
αντηχεί μέσ' απ' την καμινάδα.
Ένα ανεπαίσθητο γαϊτανάκι από
στάχτες που χορεύει πάνω
απ' το σβησμένο κούτσουρο.

Το μόνο ζωντανό φως.

Η καύτρα του τσιγάρου μου
που σβήνει όπου να 'ναι.

Είμαι λουλούδι κομμένο σε βάζο.
Ρουφάω νερό μα ψάχνω χώμα.
Αποκομμένη απ' τη ρίζα
ανθίζω μόνο μια φορά κι ύστερα
πέφτω

πέταλο

πέταλο

πάνω σ' ένα καρώ τραπεζομάντηλο.

Είμαι φωνή βοώντος εν τη ερήμω.
Σιωπή μέσα σε αστικό καρναβάλι.

Είμαι η άλλη πλευρά του χαρτιού
που γράφω.

Ο στίχος που δεν επιλέγεται.
Αυτό που δεν χωράει στο ποίημα.

Είμαι.
Το τυφλό σημείο του καθρέφτη
στο κρεβάτι του νάρκισσου.




free jazz

Από το ταβάνι του δωματίου 155
κρέμονται τσαμπιά άγουρα
οι ρώγες των ονείρων μου.
Κόβεις με το χέρι,
χαϊδεύεις απαλά κι ύστερα
με το στόμα
τρυγάς οργασμούς μιας
υπαρκτά ουτοπικής
συνεύρεσης.
Σ΄ αγαπώ.
Το σώμα μου αποφάσισε
του ενικού του την πιο μεγάλη
συντριβή.
Να ζήσει απ’ το σώμα σου
αξεχώριστο.
Έξω από κανόνες
κιρκαδιανών ρυθμών,
εσύ κι εγώ
αξίες ολόκληρες
σ’ αυτοσχεδιασμό.

Από την ποιητική συλλογή "Το μερίδιο των αγγέλων", αυτοέκδοση 2012/ lulu.com




































22.9.12

Nίκη Χαλκιαδάκη - 5 ποιήματα

Τοτέμ

Πιστέψαμε ο ένας στον άλλο
Φυτέψαμε τα πόδια μας στην αυλή
και περιμέναμε να δούμε
ποιος
ποιος
ποιος θα κρατηθεί
Δεν άντεξες ούτε μισό αιώνα
Ψήλωσα μόνη [και όπως όλοι
οι προδομένοι καρποί]
ανθίζω την Πρωταπριλιά


Αυτοβιογραφία

Την ώρα που ένας πληρωμένος δολοφόνος
μου ξεριζώνει την καρδιά
οι βελανιδιές αιμορραγούν
οι σκίουροι γεννούν μελάτα αυγά
τα τρώνε με τρυφερότητα
τα παραμύθια κλείνονται στο ψυχιατρείο
Ξυπνώ σαν ελάφι
Σαν ελάφι σταρ
Πρωταγωνιστώ σε αμερικάνικα κινούμενα σχέδια
Δώδεκα
Ώρα να γίνω πάλι κολοκύθα

ΕΓΩ πρόδωσα τη Χιονάτη
ΕΓΩ τη σταχτοπούτα
τη Bambi
EΓΩ

Δεν κράτησα ποτέ το στόμα μου κλειστό


Bloody insane

Διέσχισα την κοιλάδα που μου αναλογούσε
Σαρκοβόρα ανάμεσα σε Σαρκοβόρα
Ξεγέλασα μικρά θηλαστικά
Με ξεγέλασαν μεγαλύτερα
Ημίαιμη και Ημιθανής
κουβάλησα το πτώμα του λύκου στο καλάθι μου
Σκότωσα τα παραμύθια σου, γιαγιά
Τα μάτια μου κοκκίνησαν, έβγαλα νύχια
Έχωσα τα δόντια μου στο κρέας σου

Η μαμά νομίζει ότι ζεις σ' ένα σπίτι στο δάσος


Συγγένειες

Χιλιάδες νεκροί στο σαλόνι
περιμένουν να ξυπνήσω

Μοιάζουν με τον Πατέρα
Έχουν δερμάτινα χέρια
Λευκό κρανίο
[Ξέρουν πως καπνίζω]
Καμαρώνουν το πρώτο μου δόντι
Τα υπόλοιπα τα σφίγγω
μην πέσουν απ' το στόμα
Τα σφίγγω
μην κλάψει η μάνα μου
που ερμηνεύει τα όνειρα

Δεν τους βλέπεις μαμά;
είναι Χιλιάδες


1984

Κρύβομαι κάτω απ' το κρεβάτι
Είμαι τεσσάρων
Χωρίς κυνόδοντες
Με άσπρο δέρμα/Μνήμη από βούτυρο
Μαδάω τ' όνομά μου
Δεν είμαι σίγουρη αν μ' αρέσει
[μ'αρέσει
δεν μ' αρέσει
μ' αρέσει
δεν μ' αρέσει]
ο μπαμπάς είχε τα μάτια μου
και η μαμά ήταν σίγουρα κορίτσι
-βγαίνει απ' τους τοίχους όταν πεινάω-
Δεν με ψάχνει κανείς πια
Είμαι ακόμη τεσσάρων και κάτι
Σ' αυτό το σπίτι
το χτισμένο από τσιμέντο και θάνατο
υπάρχει μόνο ένα κρεβάτι
για να μπορώ
να κρύβομαι
από
κάτω

Από την ποιητική συλλογή "Ανάσκελη με πυρετό", εκδ. Μανδραγόρας, 2012

































12.9.12

Us - Anne Sexton

I was wrapped in black
fur and white fur and
you undid me and then
you placed me in gold light
and then you crowned me,
while snow fell outside
the door in diagonal darts.
While a ten-inch snow
came down like stars
in small calcium fragments,
we were in our own bodies
(that room that will bury us)
and you were in my body
(that room that will outlive us)
and at first I rubbed your 
feet dry with a towel
because I was your slave
and then you called me princess.
Princess!


Oh then
I stood up in my gold skin
and I beat down the psalms
and I beat down the clothes
and you undid the bridle
and you undid the reins
and I undid the buttons,
the bones, the confusions,
the New England postcards,
the January ten o’clock night,
and we rose up like wheat,
acre after acre of gold,
and we harvested,
we harvested.

Eμάς (μετάφραση: Ευτυχία Παναγιώτου)

Ήμουνα τυλιγμένη σε μια 
γούνα μαύρη και μια γούνα άσπρη και
με ξεγύμνωσες μετά
με τοποθέτησες σ' ένα χρυσό φως
και μετά με έστεψες,
ενώ το χιόνι έπεφτε έξω
απ' την πόρτα σε διαγώνια βέλη.
Καθώς το χιόνι, είκοσι πέντε εκατοστά,
προσγειωνόταν σαν τ' αστέρια
σε μικρές ασβεστώδεις νιφάδες,
ήμασταν μέσα στο ίδιο μας το σώμα
(τούτο το δωμάτιο που θα μας θάψει)
και ήσουν μέσα στο σώμα μου
(τούτο το δωμάτιο που και μετά από μας θα ζει)
και στην αρχή σου έτριψα
τα πόδια με μια πετσέτα, να στεγνώσουν
γιατί ήμουν η σκλάβα σου
και τότε με είπες πριγκίπισσα.
Πριγκίπισσα!

Ω! Τότε
σηκώθηκα όρθια  μες στο χρυσό μου δέρμα
και ξέσκισα τους ψαλμούς
και ξέσκισα τα ρούχα
και ξήλωσες το χαλινάρι
και ξήλωσες τα ηνία
και ξήλωσα τα κουμπιά,
τα οστά, τις συγχύσεις,
τις καρτ-ποστάλ της Νέας Αγγλίας,
τον Ιανουάριο στις δέκα το βράδυ
και ανθίσαμε σαν το σιτάρι,
στρέμμα το στρέμμα από χρυσάφι
και θερίσαμε,
θερίσαμε.




























imagine si ceci

un jour ceci

un beau jour

imagine

si un jour

un beau jour ceci

cessait

imagine



S. Beckett



enfin cela a cessé...un beau jour cela a cessé...




























21.3.12

"Κρατήσου μακριά απ' τους συνανθρώπους σου, μην τους ζυγώνεις• μπορεί να σε κολλήσουν επικίνδυνα όνειρα."

Η αιώρα

Η αιώρα που σε λίκνιζε πλάι στη θάλασσα
δεν ήτανε καράβι.
Ήτανε ίσως ένας κήπος φωτεινός, μεγάλος,
γεμάτος ηλιοτρόπια,
μαργαρίτες κι ηλιοτρόπια,
ήταν ίσως μια εποχή, το καλοκαίρι,
έτσι όπως έρχεται γλιστρώντας πάνω
στα γυμνά κορμιά ωραίων γυναικών,
όμως δεν ήτανε ταξίδι·
τα σχήματα, τα χρώματα,
που αδιάκοπα αλλάζανε, 
δεν ήταν χώρες τροπικές αλλ' ένα
μαγικό καλειδοσκόπιο
μες στο μυαλό σου βιδωμένο.
Η αιώρα που σε λίκνισε ως το θάνατο
δεν ήτανε ζωή.
Ήτανε ίσως ένα ερωτικό σπαρτάρισμα,
η προετοιμασία μιας βροχής ή ενός εμβρύου,
ήτανε ίσως μια απόπειρα,
ένα πείραμα ζωής,
όμως δεν ήταν αίμα
ή τουλάχιστον δεν ήταν το δικό σου αίμα.


Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη
Α'
Μπρος στον καθρέφτη, εγώ. Και μέσα στον καθρέφτη, ποιός 
είν' αυτός που μου γυρνάει την πλάτη μέσα στον καθρέφτη, 
που αρνείται να 'ναι είδωλό μου; Ποιός είν' αυτός που τον
φωνάζω και δεν στρέφεται, που όσο πιο πολύ τον πλησιάζω
τόσο αυτός απομακρύνεται στο βάθος του γυαλιού, προς μια
προοπτική απεριόριστη, άσχετη με τις περιορισμένες διαστά-
σεις του δωματίου μου; Ή μήπως και δεν είναι το δωμάτιό 
μου αυτό, αλλά το άυλο σκηνικό ενός ονείρου όπου μέσα του
κινούμαι, πρόσωπο ανύπαρκτο, σύμβολο αξεδιάλυτο αυτού
του ονείρου που κάποιος άλλος βλέπει και θα σβήσω μόλις
αυτός ξυπνήσει;

ΙΑ'
Ω ναι, ξέρω καλά πως δεν χρειάζεται καράβι για να
ναυαγήσεις, πως δεν χρειάζεται ωκεανός για να πνιγείς.
Υπάρχουνε πολλοί που ναυάγησαν μέσα στο κοστούμι τους,
μες στη βαθιά τους πολυθρόνα, πολλοί που για πάντα τους
σκέπασε το πουπουλένιο πάπλωμά τους.
Πλήθος αμέτρητο πνίγηκαν μέσα στη σούπα τους, σ' ένα
κουπάκι του καφέ, σ' ένα κουτάλι του γλυκού... Ας είναι
γλυκός ο ύπνος τους εκεί βαθιά που κοιμούνται, ας είναι
γλυκός κι ανόνειρος.
Κι ας είναι ελαφρύ το νοικοκυριό που τους σκεπάζει.


Καλειδοσκόπιο
στ'
Μετά από τόσες φορές
Που μέτρησα και ξαναμέτρησα τα δάχτυλά μου
Συνεχίζω να επιμένω
Ότι δεν είναι μόνο δέκα

ιδ'
Όσο περνούν τα χρόνια
Μεγαλώνουν οι κλειδαρότρυπες
Μικραίνουνε οι πόρτες

ιθ'
Μην κλαις
Δεν είναι τίποτα
Δεν είναι τίποτα
Η ζωή είναι
Θα περάσει



Αργύρης Χιόνης
































15.3.12

Κάτι από Francis Ponge



S. Mallarmé, Eventail de Mme Mallarmé-photo J.-L. Charmet



[αμετάφραστο απόσπασμα μεθόδου δημιουργίας]

Les objets, les paysages, les événements, les personnes du monde extérieur (…) emportent ma conviction. Du seul fait qu’ils n’en ont aucunement besoin. Leur présence, leur évidence concrètes, leur épaisseur, leurs trois dimensions, leur côté palpable, indubitable, leur existence dont je suis beaucoup plus certain que de la mienne propre, leur côté : « cela ne s’invente pas (mais se découvre)», leur côté : « c’est beau parce que je ne l’aurais pas inventé, j’aurais été bien incapable de l’inventer », tout cela est ma seule raison d’être, à proprement parler mon prétexte, et la variété des choses est en réalité ce qui me construit. Voici ce que je veux dire : leur variété me construit, me permettrait d’exister dans le silence même.
“My creative method” (1947), Méthodes, Paris, Gallimard, 1971, p. 12-13.



Χειρόγραφα του ποιητή 


[και δύο μεταφρασμένα ποιήματα]

Χειμωνιάτικη Αιθρία

Το γαλάζιο ξαναγεννιέται από το γκρίζο καθώς η φωτεινή σάρκα πετάγεται 
από μια ρόγα μαύρο σταφύλι.
Όλη η ατμόσφαιρα μοιάζει με υγρό μάτι όπου χάθηκαν προσωρινά αιτίες και
διάθεση για βροχή.
Αλλά η νεροποντή άφησε παντού αναμνήσεις που καθρεφτίζουν την καλοκαιρία.

Κάτι με συγκινεί σ' αυτή τη σύζευξη ανάμεσα σε δυο διαφορετικές ψυχικές
διαθέσεις. Κάτι που αφοπλίζει μέσα στην ολοκληρωμένη διάχυση.

Κάθε τέλμα μοιάζει τότε με φτερό πεταλούδας κάτω από τζάμι.
Μα ένας περαστικός τροχός αρκεί για ν' αναβλύσει η λάσπη.


Το τσιγάρο

Ας περιγράψουμε πρώτα την ατμόσφαιρά του: όλη αχλή,
λυσίκομη και στεγνή, έτσι όπως αδιάκοπα τη δημιουργεί,
πάντα ανάποδα αφημένο.

Κι έπειτα το πρόσωπό του: ένας μικρός πυρσός μ' ελάχιστο φως
και πολύ άρωμα, απ' όπου κόβονται και πέφτουν,
με κανονικό ρυθμό, μικρές μα υπολογίσιμες μάζες στάχτης.

Και τέλος το πάθος του: η κάφτρα που φλέγεται κι απολεπίζεται
μ' ασημένιες φολίδες, που πριν να πέσουν σχηματίζουν γύρω της
ένα σφιχτό κολάρο.

Μετάφραση: Χριστόφορος Λιοντάκης