είναι αλήθεια: το πρωί δεν έχω επιλογές
τίποτε μυστικό, η κουρτίνα
ωρύεται πάνω ως κάτω διάφανα
έτσι με βλέπουν όλοι
να! χορεύω στο κενό
κάτω η ομπρέλα πλάι στην πόρτα
περιμένει(ς)
βαθια στο χώρο υπάρχει ένα άβατο
αν κάνω να το διανύσω
βρέχει η οροφή πεφτ
αστέρια
πόσες ευχές να προλάβει κανείς;
μένω λοιπόν ακίνητη μήπως και μάθω
να φιλτράρω την παρόρμηση
έτσι έχω μάθει να σε ακούω προσεκτικά
κι ας
σκέφτηκα τότε τις ομπρέλες
που καταμόναχες στεγνώνουν
μετά από μια βροχή παράφορη
κατόπιν πάλι ανέπαφες ανασηκώνονται στο χρόνο
χέρια δραπέτη στο διηνεκές που υψώνονται
για να ακουμπήσουν τη στιγμή
(μα έλος αγγίζουν)
(Τ)έλος;
για αυτό κι εγώ
φόρεσα τα άσπρα μαλλιά μου
δυο νυσταγμένα μάτια
το διάτρητο καπέλο μου
φόρεσα εμένα μαζί εσένα
τότε είδα μόνο
(ανάγλυφο έγινες)
έλειπες
(κεριών)
στον ποιημάτων τα ραγίσματα έτριζε η Λέξη
χρόνια άμετρα αμέτρητα
θα έψαχνα ως και στη βροχή
μα έχει στερέψει από πλημμύρες η ατοπία
για πού να κινήσει κανείς;
η πεταλούδα είχε σβήσει με τη νύχτα
και το τραπέζι αφημένο στη σιωπή
ενός κλουβιού, οι ένοικοί του
για αλλού φτερούγισαν
(κι ακόμη δεν διαψεύσθηκαν οι ράγες)
τα τριαντάφυλλα μαρμαρωμένα
όλα έχουν σβήσει στο τραπέζι
της αθωότητας λυχνάρι άφθαρτο
παράγγελνες το όνειρο και το ίδιο βράδυ
τρεις φορές το είχες κιόλας ακουμπήσει
γέμιζε η αγκαλιά
άδειαζε ολόκληρο το φως
για να 'ναι αιώνιος ο ύπνος
έλαμψαν όλα στο τραπέζι, μια στιγμή
έκτοτε πεταρίζουν δεκάδες προσευχές
παιδί που κουβαλούσε με προσήλωση
έναν ολόκληρο πλανήτη στα χέρια του
βάρος ασήκωτο, μάτια νερένια
-πώς
γίνεται;
προς προσεδάφιση σιωπή
κι έχει το άστρο του και κοιμάται ανήσυχο
μην του το πάρει πίσω η δυσπιστία