10.2.12

περιεχόμενα

παρένθετο υστερόγραφο

(καληνύχτα

σβήστε τα φώτα!
το όνειρο ακόμη ταξιδεύει
σε ύφαλους-τύμβους προσαράζει
και το ταξίδι
αργοκυλά στα βότσαλα

έγειρε η ανατολή στη ράχη μας

ξέμακρος κρότος

καληνύχτα!)

κάθαρση;

τρέμουν, τρέχουν, τρέχουν οι ώρες
τρέχουν
πέφτουν
τρέμουν
σταματούν
ένα στη διάφανη αγάπη
λεπτό σταματημένο
πίσω, εκεί

όχι! μπροστά

εδώ!

αιώνια

του "μαζί"

ακαταστασία

τι να πρωτομαζέψω;
τα φιλιά
ή
το χάραμα;

πρωί ένα

είναι αλήθεια: το πρωί δεν έχω επιλογές
τίποτε μυστικό, η κουρτίνα
ωρύεται πάνω ως κάτω διάφανα
έτσι με βλέπουν όλοι
να! χορεύω στο κενό
κάτω η ομπρέλα πλάι στην πόρτα
περιμένει(ς)

βρέχει;
λοιπόν;

άβατο

βαθια στο χώρο υπάρχει ένα άβατο
αν κάνω να το διανύσω
βρέχει η οροφή πεφτ
αστέρια
πόσες ευχές να προλάβει κανείς;
μένω λοιπόν ακίνητη μήπως και μάθω
να φιλτράρω την παρόρμηση
έτσι έχω μάθει να σε ακούω προσεκτικά
κι ας

λείπεις;

ξημέρωμα ένα

τα τζάμια θόλωσαν μεμιάς
ένα κοπάδι δέντρα φύτρωσε στα μαλλιά του κόσμου
ο ουρανός στην ακουαρέλα
ξημέρωσε;

πάλι;
έτσι, κοιτάζουμε κατάματα το μόνο φως που υπήρξαμε
Αν ένα σπίτι μπορεί να θεωρηθεί μαζί
τόπος και χρόνος

τέλος;

σκέφτηκα τότε τις ομπρέλες
που καταμόναχες στεγνώνουν
μετά από μια βροχή παράφορη
κατόπιν πάλι ανέπαφες ανασηκώνονται στο χρόνο
χέρια δραπέτη στο διηνεκές που υψώνονται
για να ακουμπήσουν τη στιγμή
(μα έλος αγγίζουν)
(Τ)έλος;

ακαταστασία

χωρίς φτερά
δεν συγχωρούνται
τόσα όνειρα
ασυγύριστα

διαπίστωση

για αυτό κι εγώ
φόρεσα τα άσπρα μαλλιά μου
δυο νυσταγμένα μάτια
το διάτρητο καπέλο μου
φόρεσα εμένα μαζί εσένα
τότε είδα μόνο
(ανάγλυφο έγινες)

έλειπες

(κεριών)
στον ποιημάτων τα ραγίσματα έτριζε η Λέξη
χρόνια άμετρα αμέτρητα
θα έψαχνα ως και στη βροχή
μα έχει στερέψει από πλημμύρες η ατοπία
για πού να κινήσει κανείς;

νύχτα μια (αποσιώπηση)

η πεταλούδα είχε σβήσει με τη νύχτα
και το τραπέζι αφημένο στη σιωπή
ενός κλουβιού, οι ένοικοί του
για αλλού φτερούγισαν
(κι ακόμη δεν διαψεύσθηκαν οι ράγες)
τα τριαντάφυλλα μαρμαρωμένα

το λυχνάρι

όλα έχουν σβήσει στο τραπέζι
της αθωότητας λυχνάρι άφθαρτο
παράγγελνες το όνειρο και το ίδιο βράδυ
τρεις φορές το είχες κιόλας ακουμπήσει
γέμιζε η αγκαλιά
άδειαζε ολόκληρο το φως
για να 'ναι αιώνιος ο ύπνος

απόγευμα ένα (το παιδί)

έλαμψαν όλα στο τραπέζι, μια στιγμή
έκτοτε πεταρίζουν δεκάδες προσευχές
παιδί που κουβαλούσε με προσήλωση
έναν ολόκληρο πλανήτη στα χέρια του
βάρος ασήκωτο, μάτια νερένια
-πώς
γίνεται;
προς προσεδάφιση σιωπή
κι έχει το άστρο του και κοιμάται ανήσυχο
μην του το πάρει πίσω η δυσπιστία 

η νύχτα εκπνέει αργά

διάφανο ξεπροβάλλει το στερέωμα
ραίνει η προσμονή την άβυσσο
σταγόνα-σταγόνα
καθώς κυλάει πλέει το φεγγάρι πλένει
τα δάχτυλα των αστέγων
(παιδιών ή χρόνων)
να έχουν τουλάχιστον τη μνήμη του φωτός
μια διαβατάρικη βροχή, μια μόνη ανάμνηση
σώμα με σώμα: νίκησε ο χρόνος
σταγόνα-σταγόνα
κυλούν τα μάτια
η ερημιά ανατέλλει

μια πεταλούδα:
μνήμη ημερόβια του κόσμου