17.3.13

Δημήτρης Αθηνάκης - Δωμάτιο μικρών διακοπών / ένα ποίημα μικρού μήκους και άλλα πλάνα


Φωτογραφία ΙΙ

Ακροβατείς σε σώματα.
Τα μάτια σου λάμπουν.              Πού κοιτάς;
και τ' αποστρέφεις.                   Θα 'ναι μέρες στριμωγμένες.

Τα πάντα όμως ήτανε το σώμα.
Σ' ένα δωμάτιο δίπλα στη θάλασσα
και σ' ένα καφέ χαρισμένο, στη ζάχαρη
στα μανταρίνια, στο λάδι, στο ψωμί, στα χνότα
και σ' ένα κρυφά πληρωμένο δωμάτιο μικρών διακοπών.

Αυτό που μένει
είναι κάτι αγάπες σκασμένες, ίδια καρπούζια
σε περβάζια που βλέπουν στη θάλασσα
κι όλα σου τα σώματα
τα μεταμορφωμένα.

Ίσως και το παιδί που το 'μαθαν ήσυχα να κοιμάται.

[από την ενότητα Ζενερίκ]


___________________________________________


-Μα που πάνε όλοι αυτοί οι νεκροί;
Πού πάνε οι νεκροί όταν πεθαίνουν, μπαμπά;

Τα μάτια του με κοιτάζουν.
           Όμορφα μάτια.
Καμιά φορά θέλω κάτι γι' αυτά να γράψω
να τα ρωτήσω γιατί δε μ' αφήνει αυτός ακόμα να καπνίσω.

-Γιατί δε μ' αφήνεις ακόμα να καπνίσω;



Μόνος κάθισα στην καρέκλα του γραφείου
και θύμωνα που δε μ' άφηνε να καπνίσω.
Ανέβαινα στο ταβάνι και γύριζα πίσω στην καρέκλα.
Στο ταβάνι τα ρούχα απλωμένα.

Συναγωνιζόμασταν ποιος κρεμιέται καλύτερα.

[από την ενότητα Μικρού μήκους]


____________________________________________

Στα ερείπιά τους

Ζητάω ένα άλλο στόμα· να με γελά.
Για να πνιγώ.
Για να κρυφτώ στο λάκκο που χρόνια σκάβω.

Γυρίζει ανάποδα ο κόσμος
κι ο λάκκος μοιάζει θάλασσα.

Κρατιέμαι απ' το δικό μου στόμα
αυτό που σε λίγο διάπλατα θ' ανοίξω
για να στριμώξω αέρηδες
να στριμωχτώ στων ξένων τους θυμούς.

Ζητώ τις λέξεις μου
να τις κρατώ απ' το χέρι
να τους δίνω ένα φιλί

σαν γάτες να μου τρίβονται
κι εγώ να τις κρατώ απ' το σβέρκο.

Αύριο
που θα 'ναι πάλι άνθρωποι οι λέξεις μου
το ίδιο θα τους κάνω. -

[από την ενότητα Τίτλοι τέλους]


Κέδρος, 2012

9.3.13

Εσμεράλδα Γκέκα (γεν. 1992) - Pulchritudo Bestiae

Πεντάμορφη: Όταν σε κρούει η λογική
να γίνεσαι ποιμενική φλογέρα.

Όταν σε κρούει το συναίσθημα
να ακούγεσαι ανάποδος αυλός
του Πάνα.

Τέρας: Κούρδιζε με τα χείλη
τους δύο ήχους της ψυχής.
Και να μια πρώτη άνοιξη στους λαβυρίνθους της.
Η συμφωνία που αθέτησες
ας είναι αυτή η πρώτη
η εαρινή.




Ηχώ και Νάρκισσος

Ηχώ

Σε πλαγιά της ιστορίας κατάφορτη από χρώματα
-χρώματα που βάζεις στο στόμα σου κι ευφραίνεται-
έβλεπες κι άπλωνε φτερούγες η λέξη
                                  Ηχάδιον
                  Ήχος                          Ηχάδι
Ηχώ                                                             Χάδι
                                                                    Χάδι

Πτώση
Χάδι Ναρκίσσου, που νόμισες δικό σου.

Ηχώ, Ηχώ, Ηχώ, Εγώ, Εγώ...


Νάρκισσος

Γελά ο βυθός

ΔΕΝ ΑΚΟΥΩ
Μη φωνάζεις Ηχώ
Ειν' η ψυχή μου ένας Νάρκισσος.

ΔΕ ΝΙΩΘΩ
παρά τον έρωτα
που μαδά τα πέταλά μου στη λίμνη.

ΑΦΗΝΟΜΑΙ
σ' αυτήν τη μουσική
που με παύει και μ' αρχίζει.






Τέρας: Την τέχνη τη θέλουνε νεκρή. Αφού της σαβανώνουνε
τις χίλιες μικρές ουρές της, τη φυλακίζουνε σε μαυσωλεία
- αλλιώς μουσεία- να μη μιαίνεται από χρώμα και 
συναίσθημα η εγκεφαλική πραγματικότητα και πάρει άλλες
στροφές ο νους του χρόνου.

Και παρατηρούν σχολαστικά τις πεθαμένες μούσες, τάχα
ότι θαυμάζουνε και κρίνουνε τον παροξυσμό ενός τρελού,
πάντοτε όμως υπό την ασφαλή και υπερέχουσα θέση του
νοήμονος και τακτικού.

Ηλίθιε εγκέφαλε, δε σου αξίζει σώμα! Το σώμα είναι για
να δοκιμάζει χρώματα, αλάτια και πληγές, έρωτα, οσμές
και ήχους.

Η τάξη της φύσης είναι ΑΤΑΞΙΑ.

Πεντάμορφη: Σιχαίνομαι τη δική σου τάξη πραγμάτων.
Κάθε πρωί αηδιάζω με αυτόν τον πυρήνα από σπέρμα
πετεινού και θαύματος ιδρώτα
που εκρήγνυται μέσα από ατμούς
που φτάνει μέχρι και τους τοίχους,
λες και σκότωσες κανέναν ερωτιδέα.

Και κείνα τα χάπια ονείρου κάθε βράδυ
που καταπίνουν αμάσητα οι ερωτευμένοι
και τους έρχεται ο κόσμος σειόμενος μα ελαφρύς
σαν ονείρωξη.

Τέρας: Εκδικούμαι τον χρόνο που με σμίλεψε
και μ' άφησε να πέσω.






"ΘΕΟΤΙΚΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ
ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΠΕΣΜΕΝΟ"

Πεντάμορφη: Πώς στο γυαλί τα μάτια μου κοιτώ
και βλέπω εσένα;
Ρόδο μαραμένο στις κόρες μου ψυχορραγείς.
Στα χείλη μου πώς νιώθονται στυφές οι μπογιές
και τα ζουμιά σου;
Σάμπως στα μέσα μου ορέγεσαι ν' αναγεννηθείς.

Ποιό όνειρο σε παίρνει μάτια μου μακριά από μένα;
Στις κατακόμβες του κορμιού του σε κρύβει σαν παιδί
κι αν το πιστέψω θα κοιτώ την αλήθεια ανεστραμμένα.

Μες στον καθρέφτη σου θα μπω να 'μαι κι εγώ νεκρή.




(εκδ. Γαβριηλίδης 2012)

7.3.13

Χλόη Κουτσουμπέλη - Στον αρχαίο κόσμο βραδιάζει πια νωρίς




















Η γυναίκα-κλεψύδρα

Τότε παλιά, ήταν γυναίκα
Όμως κάποιος μπήκε στην κάμαρα ένα βράδυ
Κρατούσε σφυρί και μεθοδικά
την έσπασε σε κομμάτια
Τώρα στο σώμα της κυλάει ο χρόνος
συχνά διαστέλλονται οι στιγμές
και την πονούν
κάποιες φορές πνίγεται από την άμμο
που χύνεται μέσα ολοένα
Στο πρόσωπό της κυλούν οι εποχές
τα μέλη της θρυμματίζονται συνέχεια
ζει σε ένα σύμπαν διαμπερές
από κόκκους που διαλύονται αέναα
Το μόνο που έχει σταθερό
ένα μωρό από φίλντισι
ακουμπισμένο απαλά
ανάμεσα στα στήθη
όταν αυτό θηλάζει
το κορμί της
γίνεται φουσκωτό ψωμί
και ευωδιάζει



Στη στάση

Είναι ώρα τώρα που ανυπόμονα
περιμένω να φανεί το λεωφορείο
Η στάση είναι έρημη
μία γριούλα Κλωθώ πλέκει ασταμάτητα
και έχει έναν σκύλο με τρία κεφάλια
κατάμαυρο στα πόδια
Ξάφνου την ομίχλη
σκίζει ένας ποδηλάτης
μήπως είσαι εσύ;
Ταυτόχρονα σχεδόν
μία γυναίκα με άσπρο νυφικό
ετοιμάζεται να πέσει απ' το μπαλκόνι
μήπως είμαι εγώ;
Κάτι γειτόνισσες απέναντι
τινάζουν τα χαλιά τους ρυθμικά
ένα παιδάκι-σταφιδόψωμο τρέχει γυμνό στο δρόμο
το κυνηγούν ο φούρναρης
ο χασάπης κι ο μανάβης
από τα παραμύθια που μου διάβαζε η μαμά
και μου φαίνεται πως κάποιος επίτηδες
με φόρεσε ανάποδα
έτσι ώστε να φαίνονται τα ξέφτια και η φόδρα
Και τόσο αφηρημένη αλήθεια είμαι
που τόση ώρα δεν θυμήθηκα
ότι το λεωφορείο της γραμμής
χρόνια τώρα δεν περνάει από δω



Το κίτρινο ταξί

Όχι, κύριε, με μπερδεύετε με κάποια άλλη
Δεν ήμουνα εγώ
στο κίτρινο ταξί
ούτε καθόμουνα ποτέ στο πίσω κάθισμα μαζί σας
Ούτε χιόνιζε, είμαι βέβαιη για αυτό
και όχι, δεν έπεφταν νιφάδες στα μαλλιά μου
Δεν έχω άλλωστε μαλλιά
Δεν με φιλήσατε ποτέ, αλλιώς θα το θυμόμουν
Κι αν με φιλήσατε, εγώ δεν ήμουνα εκεί
Ούτε ο οδηγός γύρισε καμία φορά πίσω το κεφάλι
Σιωπηλά διέσχισε τη λίμνη ως το τέλος
και πού και πού βύθιζε το κουπί
στα μαύρα ολόγυρα νερά



Ονειροκρίτης

Αν μυρίσετε στον ύπνο σας κανέλα
κάποιος θα σας φιλήσει στο σκοτάδι
αν δείτε σαύρα να λιάζετε στις πέτρες
αποφύγετε τους ξένους με τα ψηλά καπέλα
αν ονειρευτείτε ασπρόμαυρο καράβι
και ανθρώπους να σας γνέφουν με μαντίλια
αγοράστε ένα λαχείο
δεν έχετε πια τίποτα να χάσετε
Έτσι κι αλλιώς
τα όνειρα δεν εχουν γραμματόσημο
ο αποστολέας είναι άγνωστος
κι ο παραλήπτης λάθος
Αν κάποιο βράδυ δείτε το δικό μου όνειρο
σημαίνει απλώς πως περπατάτε σε θυμάρι
ή κυνηγάτε μικρά χελιδονόψαρα
ή πως είστε ένας τρελός που ακόμα ελπίζει
Κρύψτε το άφοβα κάτω απ' το κρεβάτι
Τα ποιήματα των άλλων σπάνια είναι επικίνδυνα
   για μας






Τώρα γνωρίζει
Ήρεμη γνώση, πάγος
Δεν ήταν ο Κρέοντας ο εχθρός
'Ηταν εκείνο το ελάφι μέσα της
που λαχταρούσε υποταγή
Μ' αυτό αναμετρήθηκε στη σκοτεινή σπηλιά
(Αντιγόνη IV)

2.3.13

"Οι μέρες που ήμασταν άγριοι", Άννα Γρίβα




Παράπονο


Ράβω το στόμα μου
στις άκρες ξεπετιούνται οι κλωστές
σαν βλαστάρια που περίσσεψαν
από το μίσχο λουλουδιών
κανείς δεν προσέχει
τις λεπτομέρειες των φυτών
κανείς δεν προσέχει
τις λεπτομέρειες της λύπης
οι άνθρωποι ακολουθούν μόνο τη λάμψη
τα καθαρά μαλλιά κάποιας γυναίκας
γεμάτης υγεία δέσμες του ήλιου
που στριμώχνονται
και λιγοστεύουνε την όραση

βρίσκω ένα όνειρο κακό
που με βυθίζει στην καρδιά του
-πνιγμοί πριν τη σφαγή υγρή
του ταύρου ανάσα
ή των αρρώστων τα πνευμόνια
που με ποτίζουν επικίνδυνα-
μην το γελάς μην του γελάς
με βρίσκει παντού
μου παραστέκεται
εκεί που πνίγομαι
με πνίγει
με ένα φιλί σαν πείραμα
γεμάτο ιούς και παρενέργειες
σπαρταριστά τα μπράτσα του
μοχθούν στη δύναμή μου

τελευταία προσπάθησα πολύ
μα οι στιγμές χειροτέρεψαν
κλείνω τα μάτια και δεν κοιμάμαι
ακούω τις κραυγές των ποιημάτων
τη βαριά τους ανάσα
το βήχα τους που κρατά χρόνια
εξηγώντας την ηλικία μου
τρομάζω με τον παραμκρό θόρυβο
και με τη σιωπή τρομάζω
πιο πολύ όμως φοβάμαι
ν' ακουμπώ τα μαλλιά μου
οι χτένες τα δόντια τους
αν τις δω στο τραπέζι με ακολουθούν
μέχρι να νυχτώσει

απόψε παρατησα το σπίτι
κλειστό κογχύλι τ' άφησα
στα μάτια των ψαράδων
και κολυμπώ ανέπαφα
στου ουρανού την επιφάνεια
τα αστέρια με παρατηρούν
χωρίς να με βυθίζουν
κι από τις λέξεις που ξεχνώ
η γλώσσα μου μικραίνει
σαν ράμφος που θυμήθηκε
τα μυστικά των δέντρων.


_____________________________________



















Αποσπάσματα από την ίδια συλλογή:



"Να φεύγουμε
να οστρακιζόμαστε.
Αυτό δεν θέλαμε;"
(Μόνοι)




"με κυνηγούνε πάντοτε
τα πόδια της καρδιάς μου
άστεγες λεύγες
και μια αγάπη υπνοβάτης:
στην αιώρα του κόσμου
μικρό περιστέρι
γουργουρίζω το φόβο μας
και απ' τα θρύψαλα της φωνής μου
φτιάχνω πάντα το ίδιο ποίημα"
(Που πηγαίνουν τα ποιήματα)




¨Μου γνέφει
απλώνεται

ρευστό πάντα
στο ύψος μας

ανοίγει της μέρας
το περίγραμμα

ο λύκος λιάζεται
στα ξάγναντα

κάθε πληγή μου
τον χορταίνει"
(Μνήμη των σαρκοφάγων)




"Μια στιγμή που συνθλίβεται
και ξετυλίγει τις πλεξούδες μας"
(Αθανασία)




"προσέχτε τη μήτρα σας αν είστε γυναίκες
το καρύδι που μεγαλώνει το λαιμό σας αν είστε άντρες
και παιδιά αν μείνατε βρείτε επιτέλους έναν τρόπο
να πεθάνετε ανώδυνα χωρίς να χρειαστεί ούτε άντρες
ούτε γυναίκες να φανείτε"
(Οι τρόποι να μη λυπάστε)



Άννα Γρίβα. "Οι μέρες που ήμασταν άγριοι", Γαβριηλίδης, 2012.