22.4.13

Θωμάς Ιωάννου, "Ιπποκράτους 15"



















Grandville

Υψηλού κινδύνου


Εξασκείσαι σε νέες μεθόδους
Αντισύλληψης

Αρνείσαι να δεχθείς
Το σπέρμα της δημιουργίας μου
Μου λες να αυνανιστώ
Ή μου ζητάς έστω εγκαίρως
Να αποσυρθώ
Να συρθώ
Σε ένα τέλος ανέστιο

Αρνείσαι
Να κυοφορήσεις το ποίημα μου
Τα ποιήματα είναι κυήματα
Υψηλού κινδύνου
Φοβάσαι ότι θα γεννηθεί τέρας
Σου αρκεί η ηδονή της πράξης
Αλλά στα δύσκολα κωλώνεις

Δεν το αντέχεις
Να μεγαλώσεις ένα παιδί
Που θα το κοροϊδεύουν στο σχολείο
Ένα παιδί αδέξιο
Και καθυστερημένο
______________________________________

Δευτέρα Παρουσία


Με χτύπησε στην πλάτη
Σαν φίλος απ' τα παλιά
"Πώς κι από εδώ ξανά;" τον ρώτησα

"Τη Δευτέρα Παρουσία μου στην πόλη σου
Είπα να την ψυχαγωγήσω μ' ένα ποτό
Εξάλλου οι καφέδες πειράζουν τα νεύρα
Και μετά στριφογυρνάς στο μνήμα σου
Δεν ησυχάζεις ούτε εκεί
Ενοχλείς και τους νεκρούς
Και σε εξοστρακίζουν
Στους κατ' επάγγελμα ζωντανούς

Υπάρχουν και κάποιοι που λένε τον καφέ
Όμως εγώ τη μοίρα μου την ήπια μονορούφι
Δεν καταδέχτηκα να μελετήσω τα σημάδια
Ή έστω να μου σφυρίξουν την απάντηση
Και πήγα αδιάβαστος

Άσε που παραμονεύει και το κατακάθι
Εκεί ποτέ δεν ξέρεις
Τι χθες σου επιφυλάσσει το αύριο
Ενώ μ' ένα ποτό φτιάχνεις κεφάλι
Κι αποκτάς αυτή την κολλώδη ομιλία
Σα να μασάς την αλήθεια
Κι ύστερα τη φτύνεις στο χώμα
Σε κομματάκια χρησμών

Ενώ το χέρι σου
Πιο σίγουρο πιο ελαφρύ
Θα βρει το δρόμο της καρδιάς

Όμως ας μη χάνουμε καιρό
Άντε άσπρο πάτο να πιάσουμε

Αν τολμάς παίξε τη ζωή σου
Στη ρουλέτα της ποίησης
Βαλ' το σιδερικό στο στόμα σου
Που βρωμίζεις με λόγια
Και κάνε την ψυχή σου να κελαηδήσει"

Άφησε τον οβολό του φιλοδώρημα
Στην γκαρσόνα με το ευκάλυπτο
Θρόισμα των μηρών
Και χάθηκε στα έγκατα της νύχτας
Πετώντας το ψάθινο καπέλο του
Στον ουρανό της Πρέβεζας

Πήρα στα τρεμάμενα χέρια μου το περίστροφο
Και ζύγισα το βάρος της απόφασης
Όμως δεν ήξερα
Σε τι να το μετρήσω
Σε όνειρα ή σε λάθη
Και τι βαραίνει πιο πολύ
Στο ζύγι της ψυχής

Μακάριοι όσοι στα δάχτυλα
Παίζουν τη ζωή

Προς το παρόν γράφω ποιήματα
Για να ξεμουδιάσει το χέρι μου
Να είναι ζεστό κι ετοιμοπόλεμο
Όταν θα αποφασίσω
Να σκανδαλίσω τους πιστούς της ζωής



















Doré

Αυτοψία


Όταν τον έβγαλαν απ' τη θάλασσα
Έκανε μέρες να στεγνώσει

Σαν το χταπόδι τον χτύπησαν
Να μαλακώσει κάπως η ψυχή του
Αλλά αυτός δεν έβγαζε απ' το στόμα του
Την τελευταία του λέξη
Δεν έλεγε να καθαρίσει
Από τη στερνή του επιθυμία

Κι η αρμύρα στο κορμί του
Λες και ιδρώτας ήταν της θάλασσας
Καθώς μπήκε και βγήκε μέσα της
Με τη σφοδρότητα των εραστών
Που ξέρουν πως κάθε φορά
Μπορεί να 'ναι η τελευταία

Ανάμεσα στα δόντια του
Πεισματικά κρατούσε ένα κοχύλι
Από εκείνα που μάζευε παιδί

Ενθύμιο των βυθών
Φυλαχτό για όσους
Θέλησαν να περπατήσουν
Πάνω στη θάλασσα
______________________________________

Στο βυθό του προσώπου


Ούτε σήμερα ξύρισα τα γένια μου
Μηδέ και τα ερωτηματικά μου

Προβάρω τον επικήδειό μου
Στην κινούμενη άμμο του καθρέφτη
Βγάζοντας απ' το στόμα
Αφρους και θρύψαλα

Ασφυκτιώντας
Στο βυθό του προσώπου μου

Να αναδυθώ δεν τολμώ
Δε διασώζει η επιφάνεια

Εκεί να δεις πνιγμονή
Εκεί να δεις καταβύθιση

Ας μείνω εδώ να αισθανθώ το σώμα μου
Καθαρό από την άνωση
Αυτό το ένστικτο που σε τραβάει
Με το ζόρι να επιπλεύσεις

Ορισμένως, κάποτε, όταν μπορέσω,
θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου
______________________________________

Χρόνιο περιστατικό


Ήρθε η Κ. κρατώντας
Σ' ένα δίσκο γραμμοφώνου το κεφάλι μου
Η βελόνα καρφωμένη στη φλέβα της σιωπής
Καθώς το στόμα μου τραύλιζε
Ένα τραγούδι για κωφάλαλους

Ξάφνου ανέβασε στροφές ο έρωτάς της
Κι ο θάνατος άρχισε να περιστρέφεται
Με τόση ορμή
Που εκκωφαντική απλώθηκε η σκιά του

"Είδες πώς ακούγεται" μου 'πε η Κ.
"Παρά τη σκόνη αιώνων
Που 'χει μαζέψει πάνω του
Τι κάθεσαι, έλα να χορέψουμε"
Έκλεισα τα αυτιά μου
Στο τραγούδι της σειρήνας του ασθενοφόρου
Κι έμεινα εκεί να αρρωστήσω κι άλλο
Με την πάρτη της

Χρόνιο περιστατικό εξάλλου
Τι δουλειά έχω εγώ
Να τρέχω στα επείγοντα
Με όσους σπεύδουν να κρυφτούν
Κάτω από τη ζωή τους
Λες και θα προλάβουν το θάνατο

Με εκείνους που τρέχουν
Προς την έξοδο κινδύνου
Ξεχνώντας πως απ' το σώμα του
Δεν ξέφυγε κανείς

"Κλαις;" με ρώτησε
"Μπα, σκόνη μπήκε στα μάτια μου"

Γύρη που μεταφέρει ο αγέρας
Μεταξύ ζώντων και τεθνεώτων

"Δεν είναι τίποτα
Κάποιο σκουπιδάκι του χρόνου
Μη σταματάς
Συνέχισε να χορεύεις
Το κομμάτι τα σπάει"
______________________________________

Πλήρης ημερών


Όπως πέφτει ένα αστέρι
Από το βάρος τόσων ευχών
Εκείνον τον τράβηξε η βαρύτητα
Φορτωμένος καθώς ήταν
Με όλο το ανεκπλήρωτο της γης

Όσοι πλησίασαν
Εκτέθηκαν στη ραδιενέργεια
Στην ακτινοβολία της λύπης του
Από τότε τρέμουν πως κάτι
Αλλοίωσε οριστικά την υγεία τους
Ακολουθούν πια πιστά
Τις συμβουλές των γιατρών τους
Ζυγίζονται τακτικά
Μην πάρουν παραπάνω όνειρα
Κι άντε μετά να τα χάσεις
Βαραίνεις
Και δε σε σηκώνει άλλο η ζωή

Περίεργο πώς ο χαμός των άλλων
Σου ανοίγει την όρεξη για ζωή
Ανοίγεις τα σαγόνια
Να κατασπαράξεις ωμή ευτυχία

Πια δε σου αρκεί
Ούτε το πλήρης ημερών




Θωμάς Ιωάννου, Ιπποκράτους 15, Σαιξπηρικόν, 2011



14.4.13

Vladimir Mayakovsky (7 Ιουλίου 1893 – 14 Απριλίου, 1930)





































Ο Άνθρωπος (1917 – απόσπασμα)

Πώς να μη δοξάζω τον εαυτό μου
μιά και ολάκερος
είμαι ένα απίστευτο θαύμα
μια και κάθε μου κίνηση
είναι ένα πελώριο
ανεξήγητο θαύμα;


Ανοίχτε το κιβώτιο του κρανίου μου
θα δείτε να σπιθοβολά εκεί μέσα
το πιο πολύτιμο πνεύμα.
Υπάρχει κάτι
Που νάναι ακατόρθωτο για μένα;


Απεραντοσύνη
δέξου και πάλι
μες στον κόρφο σου
τον πλάνητα!
Όμως τώρα σε ποιόν ουρανό
σε ποιό άστρο να οδεύσω;
Κάτω μου
ο κόσμος
κ' οι χιλιάδες εκκλησίες του
έχουν αρχίσει
την νεκρώσιμο ακολουθία.

(Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος)






Στον Αγαπημένο Του Εαυτό Αφιερώνει Ο Συγγραφέας Αυτές Τις Γραμμές



Τέσσερις.
Βαριές σα χτυπήματα.
«Τα του Καίσαρος – τα του Θεού».
Κι ένας
σαν κι εμένα.
Που θα πάει;
Πού φωλιάσει βολικά;

Αν ήμουν
μικρούλης
σαν ωκεανός, -
θα στεκόμουν στις μύτες των ποδιών των κυμάτων,
και με την παλίρροια θα χάιδευα το φεγγάρι.
Πού θα βρω την αγαπημένη μου,
που να ‘ναι σαν κι εμένα;
Αυτή δεν θα χωρούσε στον μικροσκοπικό ουρανό!

Ω, αν ήμουν φτωχός!
Σαν εκατομμυριούχος!
Τι να τα κάνει η ψυχή τα λεφτά;
Είναι ένας αχόρταγος κλέφτης γι’ αυτήν.
Της αποχαλινωμένης ορδής των επιθυμιών μου
Δε φτάνει όλο το χρυσάφι της Καλιφόρνιας.

Αχ και να ΄μουν τραυλός
σα το Δάντη
και τον Πετράρχη!
Να φλέγεται για μία η ψυχή μου!
Με στίχους να τη διατάξω να καεί!
Κι οι λέξεις
κι η αγάπη μου –
αψίδα θριάμβου:
από την οποία θα περάσουν
δίχως ν’ αφήσουν ίχνη
με πυκνές γραμμές
οι ερωμένες όλων των αιώνων.

Ω, και να ΄μουν
ήρεμος
σα κεραυνός, -
θα βουτούσα,
τρέμοντας να αγκαλιάσω της γης την γερασμένη σκήτη.

Αν μ’ όλη μου τη δύναμη
ουρλιάξω με φωνή βροντερή, -
οι κομήτες θα δέσουν  τα φλεγόμενα χέρια τους,
πέφτοντας κάτω από τη νοσταλγία.



Αν τα μάτια με της νυχτιάς των τύψεων τις αχτίνες –
ω, αν ήμουν εγώ
θαμπός, σαν ήλιος!
Θέλω τόσο πολύ
με τη λάμψη μου να ξεδιψάσω
της γης τον ξερακιανό κόλπο!

Θα πάω
ανέμελος τον έρωτα να ψάξω.
Ποια νύχτα
παράλογη,
άχρηστη
ποιοι Γολιάθ με γέννησαν –
τόσο μεγάλο
και τόσο άχρηστο;

1916

(Μετάφραση: Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης)