19.6.13

Βάγια Κάλφα - Απλά πράγματα

















ΣΠΟΥΔΗ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΠΙΝΑΚΑ ΤΟΥ
D. G. FRIEDRICH "MONK BY THE SEA"

Είσαι το μόνο κάθετο
Στοιχείο του πίνακα:
       Μια λωρίδα γη
       Μια θάλασσα
       Ουρανός
Κι εσύ
Μπροστά στη σημαία του κόσμου
Που την ταράζει ο αέρας
       Υπερασπίζεσαι
_________________________________________

ΠΡΟΫΠΗΡΕΣΙΑ

Μπήκες μέσα
Μυτερά πρόσωπα
Μυτερά δάχτυλα
Γρατσουνούσαν το φως

Σου υπέδειξαν μια θέση να καθίσεις
-Φανερό πως πήραν το ρόλο
Σοβαρά- κι άρχισαν να σε ρωτάνε
Επιμένοντας σε προϋπηρεσία
Και κίνητρα το ταγέρ σου
Ατσαλάκωτο, σταυροπόδι θρυλικό
Δαχτυλίδι σοβαρότητας

Κι όπως μιλούσες
-Περί σταθερότητας και οργάνωσης
Τα έλεγες καλά-
Ακολούθησες το βλέμμα τους

Στα παπούτσια σου
Τα αφερέγγυα
Πόδια

Ποιητή
_________________________________________





















ΌΤΑΝ ΚΟΙΤΑΖΩ

Όταν κοιτάζω
Έξω απ' το τζάμι
Σημαδεύοντας
Πέτρινες στέγες
Μυστικές διαδρομές
Κλαδιών και στενών
Καρέ καθαρών ουρανών
Μ' ένα βλέμμα δραπέτη

Το κρεβάτι στενεύει - τα φτερά δε βολεύονται -
Και το χέρι σου
Μου δυσκολεύει τον ύπνο - τραβήξου

Η κοιλιά που κάνει
Άβολους ήχους
Είναι ένας φόβος πως
Γίνεσαι ανθρώπινος
_________________________________________

ΝΑ ΜΕ ΠΡΟΣΕΧΕΙΣ

Όταν βραδιάζουμε
Και γινόμαστε γονείς μέσα στις έγνοιες
Κι εγώ προσποιούμαι
Πως δεν έχω καμπύλες
Και φοράω τα γυαλιά μου
Ανάβοντας και σβήνοντας
Το πορτατίφ
Δείχνοντάς σου πόσο μοιάζουμε
Αστείοι - τόση κουλτούρα!

Ψάχνω διαγωνίως των λέξεων
Κάτω απ' τα σκεπάσματα
Που στάζουν
Τους γερούς μηρούς σου
Μ' ένα χέρι

Όλο απρέπεια
_________________________________________























ΜΙΚΡΟΠΡΕΠΕΙΑ

Μην περιμένεις να σε νιώσω
Η αγάπη που ξέρω εγώ
Είναι σκληρή: σε θέλει στη βροχή
Κι όχι με τριπλό πανωφόρι
Δε νοιάζεται τι συνέβη στη μέρα
Με ποιον μάλωσες
Πόσες ώρες ταξίδευες
Δε θέλει να βλέπει
Κούραση επάνω σου
Ή απροσεξία
Και στον εκνευρισμό σου
Απαντά με οργή - όχι, όχι
Καθόλου μητρική δεν
Είναι η δική μου αγάπη

Δεν αρκείται
Στα μαντέματα, δεν είναι απαλή
Απόλυτη, απαιτεί
Όλο σε θέλει
Κι αν δεν είσαι μαζί της
Μέχρι θανάτου σε θέλει

Δυστυχή
_________________________________________

ΣΟΒΑΡΟΤΑΤΟΣ ΛΟΓΟΣ

Αυτοί που μπαίνουν λιγότερο πρόθυμα
Στη μάχη
Περισσότερο απρόθυμα θα βγουν
Εκστασιάζονται
Καταστρώνουν
Ξαγρυπνούν
Πάνω από χάρτες
Στους αρμούς
Της πιο τέλειας άμυνας
Ψάχνουν ρωγμές

Θα ζητήσουν να μάθουν
Πώς λειτουργούν τα όπλα, οι πολιορκητικοί κριοί
Θα σας ζαλίσουν πάνω κάτω
Και δε θα πάψουν μέχρι να πέσετε

Γι' αυτό σας λέω
Μην τους προκαλείτε
Αν δεν υπάρχει

Σοβαρότατος λόγος
_________________________________________

ΑΝΗΣΥΧΟ

Αυτό το χέρι
Που τώρα περνάει
Νηφάλια τους τόνους
Και ισόποσα
Μοιράζει το
Μελάνι στα
Γράμματα
Απόψε τιμά
Την κλασική του παιδεία

Στις αρετές των αρχαίων Ελλήνων
Και τη διαύγεια
Των μαθηματικών
Εμπιστεύεται
Τη μεθοδική ύπαρξή του
Στα συγγράμματα
Των φυσιοκρατών
Και των μεγάλων Ρομαντικών
Την υπεράσπιση της αργίας του

Κι είναι το ίδιο
Που θυμάται
Τη μυρωδιά του ιδρώτα σου
Κι οι παλάμες του

Ανοίγουν
_________________________________________


Βάγια Κάλφα, Απλά πράγματα, εκδ. Γαβριηλίδης, 2012.


art by Caspar David Friedrich

17.6.13

Αντιγόνη Βουτσινά - Το λάθος ποίημα
















art by Ossip Zadkine



ωραίες βλέψεις

Να είναι νύχτα
με καμένες τις λάμπες των εθνικών οδών.
Ο ηλεκτρολόγος της πόλης να ξεκουράζει τα δάχτυλά του
κι εγώ
να πάρω την ξύλινη σκάλα του απέναντι διαμερίσματος
ν' ανέβω
να βιδώσω το φεγγάρι σε πανσέληνο,
έλεγα

κι είχα τα δάχτυλα
μουσκίδι στο πιοτό.
_________________________________________

τρι(α)μελής οικογένεια

Ο πατέρας,
ζωντανό αλεξικέραυνο στη θλίψη.
Η μητέρα,
άκακος κεραυνός.
Οι δυο μαζί·

ηλεκτροφόρες λύπες
που δεν έπιασε το αλεξικέραυνο.

Ανεβείτε τώρα στην ταράτσα
       
                                να δείτε το καμένο σας παιδί.
_________________________________________

ανατροφή

Λείπω
Λείπεις
Λύπη

Οικόσιτο ρήμα.
Το είχε δέσει η μάνα
μ' ένα λουρί από το πόδι μου
για να μου κάνει συντροφιά όταν εκείνη
λύπη.
Ξέρω καλά τους χρόνους του και τις συνήθειές του.
Καμιά φορά,
στο τρίτο πρόσωπο βγάζει τη μάσκα
και απλώνεται
με ήττα.

(Εκτός κι αν κάτι
δεν έμαθα καλά.
Από παιδί.)
_________________________________________

η αλκοολική μοδίστρα του ουρανού

Δεν μπορώ να δω τα πουλιά.
Αντικρίζοντάς τα,
βλέπω τις μαύρες κόπιτσες του ουρανού
που συγκρατούν τα τραύματά του.

Μετά, έρχεται το απόγευμα
κι η ράφτρα του πόνου πίνει τόσο πολύ
που αρχίζουν να τρέμουν τα χέρια της,
χάνει τις κόπιτσες
και αφήνει ακάλυπτο
για λίγο
το δέρμα του ουρανού.

Τότε, από εκεί
εγώ κοιτάζω την πληγή
κι εσείς το ηλιοβασίλεμα.
_________________________________________

ο κηπουρός

Πίστεψε τόσο πολύ στους φανοστάτες
που ένα βράδυ
τους είδε να ανθίζουν.

Ή μήπως
να φωτίζουν;

Αυτή τη λεπτομέρεια, βλέπετε,
δεν την θυμάται
αλλά τι σημασία έχει
αφού αυτός ανέκαθεν
ήθελε να 'ναι
κηπουρός.
_________________________________________

οι αριθμοί

"Μάθε επιτέλους να μετράς",
από παιδί του φώναζε ο πατέρας
κι αυτός προσπαθούσε τόσο
που όταν ο πατέρας πέθανε
έσκυψε πάνω απ' το φέρετρο
και του 'πε:
"Πέθανες στις τρεις και τέταρτο ακριβώς.
Ζύγιζες εβδομήντα έξι κιλά.
Ως ώρας έκλαψα δώδεκα λίτρα δάκρυ.
Απέχεις τετρακόσια είκοσι μέτρα από το μνήμα.
Σου έφεραν εξακόσια δεκαοχτώ τριαντάφυλλα.
Είδες πατέρα; Τα υπολόγισα όλα".
και τον κοίταξε για τελευταία φορά.
Με μια λύπη

αμέτρητη.
_________________________________________

η βοή

Προσοχή.
Σπίτι
ακατάλληλο προς ενοικίαση.
Εντός του,
τραίνο
διάγει
βίον εσπερινόν.
_________________________________________

χειροποίητη μητρότητα

Μια μέρα,
μη θέλοντας άλλο να διαφέρει,
έραψε στην κοιλιά της
την πάνινη κούκλα
των παιδικών της χρόνων.
"Φοβήθηκα
μη μείνουμε στο τέλος
οι δυο μας", της είπε
και τράβηξε

την τελευταία κλωστή.
_________________________________________

μοναχοπαίδι

Υπάρχει μια εκδοχή του μύθου
όπου η αντιγόνη
βιώνει την ίδια ακριβώς ιστορία
επειδή κάποιος
έκοψε απ' τον άσπρο της μαντρότοιχο
κι άφησε στην άσφαλτο
νεκρό
και άταφο

ένα κλωνάρι γιασεμί.
_________________________________________

μάνα

η λέξη αυτή
ποτέ δεν μπήκε σε ενεστώτα
Παρά μόνο όταν
ήρθε Εκείνος.

Ο κίτρινος Παρατατικός.

Και τώρα παρακαλώ,
κάποιος
ν' ανάψει τα φώτα
μες στο ποίημα.
_________________________________________



Αντιγόνη Βουτσινά, Το λάθος ποίημα, εκδ. Μελάνι, 2012.

16.6.13

Πουκάμισο































Έχω τη γνώση των δαχτύλων
που περπατούν 
που γονατίζουν στο τραπέζι 
Έχω τη γνώση του ανεξήγητου γκρεμού 

Ξέρω τι πάει να πει 
χέρι γυμνό 
και χέρι κουμπωμένο ως το λαιμό


Vakxikon
art by Frank Auerbach

5.6.13

Paul Celan, "Γλωσσικό πλέγμα"



Κάτω από έναν πίνακα


Κυματιστό σιτάρι με σμήνη από κοράκια να πετούν
από πάνω του.
Τίνος ουρανού είναι το γαλάζιο; Του επάνω; Του
κάτω;
Αργοπορημένο βέλος, σαϊτεμένο από την ψυχή.
Δυναμώνει το φτεροκόπημα. Πλησιάζει η
πυράκτωση. Οι δύο κόσμοι.
_________________________________________

Σήμερα και αύριο


Έτσι στέκομαι, πετρωμένος, στον
μακρινό τόπο, όπου σε οδήγησα:

Διαβρωμένες
από τη βροχή της άμμου οι δυο
κόγχες στην κάτω παρυφή του μετώπου.
Σκοτάδι αποκαλύπτεται
εντός.

Καταθρυμματισμένο
από σφυριά που σείονταν σιωπηλά
το σημείο,
όπου με άγγιξε το φτερωτό μάτι.

Πιο πίσω,
σφηνωμένο στον τοίχο,
το σκαλί,
πάνω του κάθεται η ανάμνηση.

Προς τα δω
στάζει, φορτωμένη με δώρα της νύχτας,
μια φωνή,
απ' όπου αντλείς για να πιεις.
_________________________________________

Γλωσσικό πλέγμα


Μάτι ολοστρόγγυλο ανάμεσα στις ράβδους.

Αχνόφωτο ζώο το βλέφαρο
κωπηλατεί προς τα πάνω
αφήνει ένα βλέμμα να πλανηθεί ελεύθερο.

Ίρις, κολυμβήτρια, ονειροστερημένη και θλιμμένη:
Ο ουρανός, γκρίζος σαν την καρδιά, πρέπει να
είναι κοντά.

Λοξά, στο σιδηρό στόμιο
η καπνισμένη σχίζα.
Από την ευαισθησία στο φως
μαντεύεις την ψυχή.

(Αν ήμουν σαν κι εσένα. Αν ήσουν σαν κι εμένα.
Δεν στεκόμασταν
κάτω από τον ίδιο αληγή άνεμο;
Είμαστε ξένοι.)

Οι λίθινες πλάκες. Επάνω τους,
κολλητά ο ένας με τον άλλο, οι δύο
νερόλακκοι, γκρίζοι σαν την καρδιά:
δυο
μπουκιές σιωπής.
_________________________________________

Κολώνια Am Hof


Χρόνος καρδιάς, τα πλάσματα
του ονείρου συμβολίζουν
τα ψηφία του μεσονυκτίου.

Κάποιο μιλούσε στη σιωπή, κάποιο σώπαινε,
κάποιο τραβούσε το δρόμο του.
Εξόριστα και Χαμένα
είχαν γυρίσει στο σπίτι.

Εσείς καθεδρικοί.

Εσείς καθεδρικοί αθέατοι,
εσείς ποτάμια ανάκουστα,
εσείς ρολόγια βαθιά μέσα μας.
_________________________________________

Ένα χέρι


Το τραπέζι, από ωρολόγιο ξύλο, με
το πιάτο γεμάτο ρύζι και το κρασί.
Σιωπούμε,
τρώμε, πίνουμε.

Ένα χέρι, που το φίλησα,
φωτίζει τα στόματα.
_________________________________________

ΈΝΑ ξύλινο αστέρι, γαλάζιο,
φτιαγμένο από μικρούς ρόμβους. Σήμερα, από
το πιο νεαρό μας χέρι.

Η λέξη, ενώ
τινάζεις το αλάτι από τη νύχτα, το βλέμμα
ψάχνει ξανά το αντήλιο:

-Ένα αστέρι, βάλε το,
βάλε το αστέρι μέσα στη νύχτα.

(-Στη δική μου, στη
δική μου.)
_________________________________________

Paul Celan, Γλωσσικό Πλέγμα, μετάφραση: Ιωάννα Αβραμίδου, εκδ. Άγρα 2012.