23.10.17

ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΟ - Λένα Παππά























Κάθησε κε πρόσεχε μή χύσεις τό γάλα σου.

Μαμά γιατί τό γάλα εναι σπρο
πότε θά μο πάρεις να ποδήλατο
πο πάει λιος ταν δύσει
ποιός νάβει τά στρα
πεθαίνουν ο κοκλες;

Τί θά πε φωτόνια
πάρχει στ’λήθεια φεγγαρόλουστη
τί εναι τά χάπια τς ετυχίας
πο εναι τό τόπι μου
ποιός μαθε τά πουλιά νά τραγουδον
πότε παντρεύονται τά μερμήγκια
γιατί μετά τό καλοκαίρι ρχεται χειμώνας
τί θά πε κρίσιμη λικία
ποιός γέννησε τό Θεό
γιατί πεθαίνουμε
μιλνε τά ψάρια;
Γιατί Κοκκινοσκουφίτσα πγε στό δάσος
φο ξερε πώς ταν κε λύκος
τί θά πε βόμβα μεγατόννων
γερννε ο γγελοι;
Γιατί νά μήν έχουμε καί μες φτερά
πς γίνεται πλύση γκεφάλου
τί χρειάζονται ο μγες
θά μέ ξεχάσεις ταν πεθάνεις;

Πότε θά πμε ταξίδι στό φεγγάρι
σ’ ρέσουν τά ροδάκινα
πο βρίσκεται τό θάνατο νερό

Γιατί κανες «χ»
κάθε πότε γίνονται ο πόλεμοι
τίς φοβσαι τίς κατσαρίδες
ο κουτοί πνε στόν Παράδεισο
πο εναι Παράδεισος
- γιατί δεν μο παντς;

Μαμά ταν μιλάει κανείς πολύ
τελειώνει κάποτε φωνή του;



Από τη συλλογή Σκοτεινός θάλαμος, Άπαντα Α' τόμος, σ. 239.

13.10.17

ΤΟ ΘΗΡΙΟ


















[Artwork: Megan Wolfe]


Πώς θα μπορούσα να αφαιρέσω
την τίγρη απ’ το ποίημα
Το αρπακτικό βλέμμα που έχουν τα πράγματα ολόγυρα
το ρολόι καίει τους δείκτες του
το τραπέζι αδειάζει απ’ τα σερβίτσια μονάχο
τα κρίνα ανοιγοκλείνουν σαν γροθιές
το μπαλκόνι μετακινεί τους επισκέπτες σε άλλη κατάσταση 
πιο εύπεπτη για τους συγγενείς
τα κεριά επιμένουν να μην ανάβουν

Χαρά Ναούμ, αδημοσίευτο

9.10.17

ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑΤΑ - Γιώργος Σύρρος



[artwork: deny david]

Ίσως τελικά
αυτό που με πλήγωσε πιο βαθιά στη ζωή
να ήταν η συνειδητοποίηση
ότι δεν είχα ένα ανεξάντλητο απόθεμα
αυγουστιάτικων απογευμάτων.


Γιώργος Σύρρος, Διασχίζοντας το μεταίχμιο, εκδ. Στίξις 2017.

7.10.17

διάφορα ιπτάμενα...


Artworks: Theodor Kittelsen(1857-1914)




[...]
Με ένα φτερό
είμαι μισός
άνθρωπος λίγος
Λίγος

Γενικώς
[...]



[...]
Οι άνθρωποι πεταλούδες συλλογής με στάσιμα φτερά∙ οι φτεροκόποι του χαμού που τραυματίζουν το λευκό σου φόντο.
[...]


Χαρά Ναούμ

[Θραύσματα από δυο διαφορετικά αδημοσίευτα ποιήματα]

2.10.17

ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΙ













[artwork: Nabil Itani]


Οι άνθρωποι εδώ
σε αυτήν την άκρη του κόσμου
έχουνε όνειρα πεταλούδας
και καπνίζουν μόνο σπάνια άνθη
Ανεβαίνουν λόφους
διασχίζουν λίμνες πόλους σύννεφα
για να βρουν τέτοια άνθη περιζήτητα
και σπάνια 
σπάνια και όμορφα 
Οι άνθρωποι εδώ
σε αυτήν την άκρη του δρόμου
έχουνε κάτι στα μαλλιά
που φέγγει ίσαμε να στρίψουν στη γωνία

Ύστερα σβήνει ολόκληρο

το ποίημα



Χαρά Ναούμ, αδημοσίευτο

30.9.17


[...]
τώρα σε βλέπω δρόμε του καλού σαν ειδοποίηση με κρίνους
[...]

[Νίκος Καρούζος, Η έλαφος των άστρων, από το ποίημα "Έρημος σαν τη βροχή".]





[ζωγραφική: Μίνα Παπαθεοδώρου]

29.9.17

Η ΕΠΟΧΗ ΜΕ ΤΑ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ - Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου


















[Artwork: Agostino Veroni, Sunflowers]


Την παγερή τούτη άνοιξη
λέω να μαζέψω τα υπάρχοντά μου.

Θα τυλίξω
στο μεγάλο μαύρο μαντίλι
τους ξεθωριασμένους καλοκαιρινούς ήλιους
θαλασσινές ανεμώνες
και τις τελευταίες πευκοβελόνες
από τα μαλλιά σου.
Θα τυλίξω το φαγωμένο δέρμα
από τις παλιές μας χειραψίες,
τα κίτρινα γάντια
με την κηλίδα μελάνης στο δείκτη.

Την παγερή τούτη άνοιξη
στη μέση του δωματίου
θ' ανάψω μια φωτιά
με τα παλιά σου γράμματα.
Μια φωτιά
για όλες τις παγωμένες 
εποχές που με κατακλύζουν.

Την τελευταία τούτη εαρινή ισημερία.




Από τον συγκεντρωτικό τόμο Έσχατη Υπόσχεση, Ποιήματα 1958-2010, 2016.

28.9.17

ΖΟΥΜ - Παντελής Μπουκάλας


Από της θάλασσας τον κόρφο
κόκκινη ανατέλλει η σελήνη,
δρεπάνι ακονισμένο απ' τη λαχτάρα σου,
και με θερίζει
Τα σώματα
στη γλώσσα λύνονται
του πόθου
στη γλώσσα δένονται
του πόνου,
πυκνώνουν στο βαθύ φιλί
σχεδόν αποσαρκώνονται,
ακίνητος επιταχύνεται ακάθεκτος ο χρόνος

Κι ας άμμος,
οριστική η αγάπη γράφεται
ότι τη γράφει ένα δρεπάνι έμπυρο
εκεί ακριβώς όπου η θάλασσα ουρανίζεται


Από τη συλλογή Ρήματα, 2009 (Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2010).






27.9.17

ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ - Αντώνης Φωστιέρης

















Γι' αυτό ερωτεύτηκα τα σπίτια. Και τους ανθρώπους βέβαια
που μοιάζουνε με σπίτια.
Φορώντας πέδιλα μετοικεσίας δεν ταξιδεύουνε
παρά το βλέμμα των παραθυριών ρεμβάζοντας
ως το απέναντι. Κλωσσάνε σιωπή. Και αχνίζουνε
τα σπλάχνα τους συμπόνια για τον ένοικο
που καταρρέει καθώς τα συντηρεί. Ανίδεος
τα οχυρώνει από παντού μα ελεύθερο
γεννοβολάει στις κάμαρες ένα σκουλήκι.
Τα σπίτια είναι κάστρα. Είναι και κύματα
με τοίχους από αφρούς.
Είναι και άγκυρες
που ας λιώνουν στο βυθό κρατήσανε
συνήθειες κιβωτού.
Πολλά είναι τάφοι∙ με εισόδους καλλιμάρμαρες.
Οικογενειακοί. Μόλις βραδιάσει ανάβουν τα καντήλια τους
και συνωθούνται ανάπηρες σκιές
να θυμηθούν σε οθόνη σαλονιού
πως να 'ν' ο απάνω κόσμος.
Τα σπίτια διαθέτουν μαγνητόφωνα
τηλέφωνα κεραιες ενισχυτές
τα σύνεργα μιας προηγμένης πλέον 
μεταφυσικής. Κι απ' την ακρώρεια της ταράτσας στέλνουνε
με κάτοπτρα ηλιακών
στεντόρεια σήματα.
Το τελευταίο ταμ-ταμ προς το υπερπέραν.
Απέξω κλιμακούται η έντασις.
Οδομαχίες χαιρετισμών και κλάξον λεωφόρων.
Εκείνα δεν γνωρίζουν τίποτα. Ψεύδονται ασύστολα
δεν άκουσαν δεν είδαν. Είναι που ενδύονται
την πέτρινη ακαμψία του υπηρέτη - ελπίζοντας
μα ταυτοχρόνως τρέμοντας
του αφέντη τους μια πιθανή απώλεια.
Πιάνουν φιλία με ζώα
και πόες κατοικίδιες. Κυλάει στις φλέβες τους θερμό
νερό των σωληνώσεων. Έχουν καρδιά και βρυχηθμό
καυστήρα.

Ετούτα ξέρω σχετικά. Και αρκέσανε
να ερωτευτώ τα σπίτια έως θανάτου.
Έως του δικού τους του θανάτου βέβαια.
Που ενώ γεμίζουν τρυφερότητα ως απάνω, ουδέποτε
λυγίζουν ή ορρωδούν.
Μα όταν φθάσει η ώρα κι όταν χρειαστεί
με κομπρεσέρ στον κρόταφο κι εξ επαφής
σε σκόνη κρότο κουρνιαχτό τελειώνουνε.
Ή ακέραια,
σαν κυπαρίσσια που έζησαν αιώνες μοναξιά
και άντεξαν,

ένα τσεκούρι αιφνίδιου σεισμού
θα τα τσακίσει.


Από τη συλλογή Η σκέψη ανήκει στο πένθος, 1996.